σταχυοτόμος

From LSJ
Revision as of 22:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰχῠοτόμος Medium diacritics: σταχυοτόμος Low diacritics: σταχυοτόμος Capitals: ΣΤΑΧΥΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: stachyotómos Transliteration B: stachyotomos Transliteration C: stachyotomos Beta Code: staxuoto/mos

English (LSJ)

ὁ, = Lat.    A tribulum, Charis.p.554 K.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυοτόμος: -ον, ὁ κόπτων στάχυας σίτου, θερίζων, Γραμμ.· -σταχυοτομέω, θερίζω σῖτον, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρὸδ. Δ. 982. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.

Greek Monolingual

και σταχυητόμος, -ον, Α
1. το αρσ. ως ουσ.σταχυοτόμος
θεριστική μηχανή
2. φρ. «σταχυητόμον ὅπλον» — το δρεπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος, + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμη-τόμος. Το συνδ. φων. -η- του τ. σταχυητόμος οφείλεται σε μετρικούς λόγους].