στεμφυλίας
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
with or without οἶνος,= στεμφυλίτης, PCair.Zen. 737.2, al. (iii B.C.), Hsch. A s.v. λάκυρος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(συν. σε συνεκφορά με το οίνος) ο στεμφυλίτης οίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα -ίας (πρβλ. τρυγ-ίας)].