στιβεύς

From LSJ
Revision as of 23:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐβεύς Medium diacritics: στιβεύς Low diacritics: στιβεύς Capitals: ΣΤΙΒΕΥΣ
Transliteration A: stibeús Transliteration B: stibeus Transliteration C: stiveys Beta Code: stibeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,    A walker, traveller, Hsch. (στιδεύς cod.); cf. στειβεύς.    2 fuller, who cleans clothes by treading them, PPetr.3p.173 (iii B.C.), BGU1087.7 (iii A.D.), Sch.A.R.2.30, Sch.Nic.Th.376.    II one who tracks out, σ. κύων Opp.C.1.463.

German (Pape)

[Seite 942] ὁ, 1) der Tretende od. Gehende, der Wanderer, ὁδευτής, Hes.; auch der Walker, der mit den Füßen tritt u. walkt, Scholl. Nic. Th. 346 u. Scholl. Ap. Rh. 2, 30. – 2) der der Spur nachgeht, Spürer, κύων, Spürhund, Opp. Cyn. 1, 462.

Greek (Liddell-Scott)

στῐβεύς: έως, ὁ, (στιβέω) ὁ περιπατῶν, ὁδοιπόρος, ταξειδιώτης, Ἡσύχ.· ― μάλιστα δὲ κναφεὺς (Γερμ. walker), ὁ λευκαίνων καὶ πλύνων τὰ ἐνδύματα πατῶν αὐτὰ διὰ τῶν ποδῶν του, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 30, Νικ. Θηρ. 376· ― πρβλ. στείβω Ι. 1 ἐν τέλ. ΙΙ. ὁ περιπατῶν ἔξω, περιερχόμενος, στ. κύων Ὀππ. Κυν. 1. 462.

Greek Monolingual

και στειβεύς, -έως, ὁ, Α
1. οδοιπόρος, ταξιδιώτης
2. τεχνίτης που πλένει και λευκαίνει τα μάλλινα ρούχα πατώντας τα με τα πόδια
3. ιχνηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίβος + επίθημα -εύς (πρβλ. στιγ-εύς). Ο τ. στειβεύς κατά τον φωνηεντισμό του ρ. στείβω].