συνουσιασμός
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
English (LSJ)
ὁ, A = συνουσία 1.4, LXX Si.23.6, Plu.2.1d. Sor.1.61.
Greek (Liddell-Scott)
συνουσιασμός: ὁ, = συνουσία Ι, 4, Πλούτ. 2. 1Ε, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΓ΄, 5).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
commerce intime, union.
Étymologie: συνουσιάζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ συνουσιάζω
συνουσία.
Russian (Dvoretsky)
συνουσιασμός: ὁ половая связь Plut.