συριγκτής
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
A v. συριστής.
German (Pape)
[Seite 1040] ὁ, = συρικτής, Tzetz. exeg. Il. p. 130.
Greek (Liddell-Scott)
σῡριγκτής: -οῦ, ὁ, συρικτής, ἴδε συριστής.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
βλ. συρικτής.