συστομόομαι

From LSJ
Revision as of 08:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστομόομαι Medium diacritics: συστομόομαι Low diacritics: συστομόομαι Capitals: ΣΥΣΤΟΜΟΟΜΑΙ
Transliteration A: systomóomai Transliteration B: systomoomai Transliteration C: systomoomai Beta Code: sustomo/omai

English (LSJ)

Pass.,    A to be joined by a mouth, στόματι μεγάλῳ [τῇ Μαιώτιδι λίμνῃ] Str.7.4.1.

Greek (Liddell-Scott)

συστομόομαι: Παθ., ἑνοῦμαι διὰ στόματος, συνεστόμωται γὰρ αὐτῇ (δηλ. τῇ Μαιώτιδι λίμνῃ) στόματι μεγάλῳ Στράβ. 308, πρβλ. ἀναστομόω Ι. 3, συναναστομόομαι.