σωμασκίας

From LSJ
Revision as of 08:22, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμασκίας Medium diacritics: σωμασκίας Low diacritics: σωμασκίας Capitals: ΣΩΜΑΣΚΙΑΣ
Transliteration A: sōmaskías Transliteration B: sōmaskias Transliteration C: somaskias Beta Code: swmaski/as

English (LSJ)

ου, ὁ,    A one who takes bodily exercise, Poll.3.154; glossed by κατάσαρκος, Hdn.Epim.130.

Greek (Liddell-Scott)

σωμασκίας: -ου, ὁ, ὁ ἀσκούμενος, σωματικῶς, «σωμασκεῖν σωμασκίαι σεσωμασκηκὼς» Πολυδ. Γ΄, 154· ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 430: «σωμασκίας, ὁ κατάσαρκος».

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που ασκεί το σώμα του, που ασχολείται με τον αθλητισμό
2. σωματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωμασκία + κατάλ. -ίας (πρβλ. νεαν-ίας)].