τελεσίερος
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
ον, A completing a sacrifice, παιᾶνα Hsch.: prob. a gloss on τελεσσίε[ρον παιᾶνα in Pi.Pae.7.2.
German (Pape)
[Seite 1085] das Opfer oder den heiligen Dienst vollendend, Παιάν Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
τελεσίερος: -ον, «τελεσίερον παιᾶνα· τὸν ἐπιτελιστικὸν τῶν τοῖς θεοῖς ἐπιτελουμένων ἱερῶν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και τελεσσίερος, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τελεσίερον παιᾱνα
τὸν ἐπιτελεστικὸν τῶν τοῑς θεοῑς ἐπιτελουμένων ἱερῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του σιγμόληκτου ουδ. τέλος + ἱερός.