τεκοκτόνος
English (LSJ)
ον, A = τεκνοκτόνος, v. τεκεκτόνος.
German (Pape)
[Seite 1083] = τεκνοκτόνος, richtigere Lesart als τεκεκτόνος, Orph. Lith. 10, 9.
Greek (Liddell-Scott)
τεκοκτόνος: -ον, = τεκνοκτόνος, Ὀρφ. Λιθ. 10. 9, περὶ τῆς Μηδείας, ἴδε Animadvertib Lobeck. εἰς Φρύν. σ. 678.
Greek Monolingual
-ον, Α
τεκνοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκος «παιδί, τέκνο» + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μητρο-κτόνος.