τριακοντάπους
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό, A of thirty feet, βάθος D.H.9.68.
Greek (Liddell-Scott)
τριᾱκοντάπους: οδος, ὁ, ἡ, ἔχων μῆκος, ὕψος ἢ βάθος τριάκοντα ποδῶν, Διον. Ἁλ. 9. 68.
Greek Monolingual
και τριακοντόπους, -οδός, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει μήκος ή ύψος ή βάθος τριάντα ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + πούς, ποδός].