τρυγητήριον
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
τό, A wine-press, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγητήριον: τό, ληνός, «πατητῆρι» σταφυλῶν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ο ληνός, το πατητήρι τών σταφυλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. -τήριον].