τρύγημα

From LSJ
Revision as of 09:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρύγημα Medium diacritics: τρύγημα Low diacritics: τρύγημα Capitals: ΤΡΥΓΗΜΑ
Transliteration A: trýgēma Transliteration B: trygēma Transliteration C: trygima Beta Code: tru/ghma

English (LSJ)

ατος, τό,    A crop, of honey, Atticista ined. ap. Ruhnk.Tim. s.v. βλίττειν.

Greek (Liddell-Scott)

τρύγημα: τό, ὡς καὶ νῦν, τρύγημα, συγκομιδή, τὸ τῶν κηρίων τρύγημα βλίττειν λέγουσι Ruhnk εἰς Τίμαιον ἐν λέξει βλίττειν.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ [τρυγῶ (Ι)]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τρυγώ, η συγκομιδή καρπών
νεοελλ.
1. (κυρίως) συγκομιδή σταφυλιών, τρύγος
2. μτφ. επιτήδεια απόσπαση χρημάτων από κάποιον
αρχ.
η συγκέντρωση του μελιού από τις κυψέλες.