τῦμος
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
ὁ, A v. τύμβος fin.
Greek (Liddell-Scott)
τῦμος: ὁ, = τύμβος, πρβλ. τὸ Λατιν. tumulus, Ἐπιγρ. ἔμμετρ. Κερκύρας, IG. ant. 340. 344.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κερκυραϊκός τ.) βλ. τύμβος.