φθονητικός

From LSJ
Revision as of 09:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθονητικός Medium diacritics: φθονητικός Low diacritics: φθονητικός Capitals: ΦΘΟΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phthonētikós Transliteration B: phthonētikos Transliteration C: fthonitikos Beta Code: fqonhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A envious, ἕξις Plu.2.682d; φθονητική, ἡ, Phld.Vit.p.43J. Adv. -κῶς Plu. l. c.

Greek (Liddell-Scott)

φθονητικός: -ή, -όν, φθονερός, τὴν φθονητικὴν ἕξιν Πλούτ. 2. 682C. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
envieux.
Étymologie: φθονέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φθονητός
φθονερός.
επίρρ...
φθονητικῶς Α
με φθονερό τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

φθονητικός: завистливый, недоброжелательный (ἕξις Plut.).