φλεγματιαῖος
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
α, ον, ( A φλέγμα 11.2) suffering from phlegm, v.l. in Gp.12.22.2.
German (Pape)
[Seite 1291] an Schleim leidend, voll Schleim, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
φλεγμᾰτιαῖος: -α, -ον, (φλέγμα ΙΙ. 2) ὁ πάσχων ἐκ φλέγματος, ῥαφανῖδες φλεγματιαίοις χρήσιμοι Γεωπον. 12. 22, 2·
Greek Monolingual
-αία, -ον, ΜΑ
αυτός που πάσχει από φλέγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα, -ατος + κατάλ. -ιαῖος].