χάλκη
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
A v. κάλχη.
German (Pape)
[Seite 1330] ἡ, wie κάλχη, die Purpurschnecke, Hesych.; – eine unbestimmte Blumenart, Schol. Nic. Ther. 257.
Greek (Liddell-Scott)
χάλκη: ἡ, = κάλχη, Ἡσύχ. ΙΙ. ἄγνωστον εἶδος ἄνθους, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 684C, πρβλ. Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 257.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. κάλχη.