χολοδεκτικός
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
ή, όν, = A irascibilis, Gloss.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
ευερέθιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος /χολή + δεκτικός (< δέχομαι), πρβλ. αἱματοδεκτικός.