ἀγλαοεργός
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
όν, (ἔργον) A ennobled by works, Max.68.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαοεργός: -όν, (ἔργον) ὁ λαμπρός, ἔνδοξος διὰ τὰς ἑαυτοῦ πράξεις, Μάξιμ. Σοφιστ. περὶ Καταρχῶν 68.
Spanish (DGE)
-όν de nobles hazañas, heroico Max.68.