ἀγαθοθελής
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ές, A benevolent, Antigonus ap.Heph.Astr. 2.18, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθοθελής: -οῦς, ὁ, ἡ, καλοθελητής, Βίος Ἁγ. Συλβέστρου.
Spanish (DGE)
-ές
benévolo Antigonus en Heph.Astr.Epit.4.26.28, Gloss.2.215.