ἀδίκευσις
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
English (LSJ)
εως, ἡ, A wrongdoing, = ἐνέργεια κατ' ἀδικίαν, Stoic.3.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδίκευσις: -εως, ἡ, ἀδικία, βλάβη, λέξις Στωϊκή, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 100.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ maldad Chrysipp.Stoic.3.25.