ἀδαημονία

Revision as of 11:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Ep. ἀδαημονίη, ἡ,    A ignorance, unskilfulness in doing, c.inf., Od.24.244 (v.l. ἀδαημοσύνη).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδᾰημονία: ἡ, ἀμάθεια, ἀπειρία, εἰς τὸ πράττειν, μ. ἀπαρεμφ. Ὀδ. Ω. 244, ἔνθα ὁ Βουττμ. (Λεξίλ. ἐν λ. ἀδῆσαι 13) προτιμᾷ τὴν ἄλλην γραφὴν ἀδαημοσύνη.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
v. ἀδαημονίη.

Greek Monotonic

ἀδᾰημονία: ἡ, αμάθεια ή απειρία στην εκτέλεση ενός πράγματος· με απαρ., σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[From ἀδαήμων
ignorance or unskilfulness in doing, c. inf., Od.