ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Full diacritics: ἀλθήεις | Medium diacritics: ἀλθήεις | Low diacritics: αλθήεις | Capitals: ΑΛΘΗΕΙΣ |
Transliteration A: althḗeis | Transliteration B: althēeis | Transliteration C: althieis | Beta Code: a)lqh/eis |
εσσα, εν, A healing, wholesome, Nic.Th.84,645.
ἀλθήεις: εσσα, εν, θεραπεύων, ὑγιεινός, Νικ. Θ. 84. 645.
-εσσα, -εν curativo, saludable Nic.Th.84.
ἀλθήεις, -εσσα, -εν (Α) ἀλθαίνω
αυτός που γιατρεύει, θεραπευτικός, ιαματικός.