ἀμοιβάζω
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
A exchange, τὰς ἐμπορίας Men.Prot.p.22 D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοιβάζω: ἀνταλλάσσω, Μένανδρ. Ἱστ. σ. 360.
Spanish (DGE)
1 intercambiar τὰς ἐμπορίας Men.Prot.p.22.
2 v. med. recompensar αὐτὸ ταῖς πρεπούσαις τειμαῖς SEG 4.515.12 (Éfeso I a.C.).