ἀμφορεαφόρος

From LSJ
Revision as of 12:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφορεᾱφόρος Medium diacritics: ἀμφορεαφόρος Low diacritics: αμφορεαφόρος Capitals: ΑΜΦΟΡΕΑΦΟΡΟΣ
Transliteration A: amphoreaphóros Transliteration B: amphoreaphoros Transliteration C: amforeaforos Beta Code: a)mforeafo/ros

English (LSJ)

ου, ὁ,    A water-carrier, Eup.187, Men.431, IG2.768.

German (Pape)

[Seite 146] Wasserkrüge tragend, Poll. 7, 130; Men.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφορεᾱφόρος: -ον, ὁ φέρων ἀμφορέας, Μενάνδ. Ραπ. 6. - «ἀμφορεαφόρους, τοὺς μισθίους, τοὺς τὰ κεράμια φέροντας» Σουΐδ.

Spanish (DGE)

(ἀμφορεᾱφόρος) -ου, ὁ portador de ánforas Eup.187, Ar.Fr.741D, Men.Fr.364, Sud.

Greek Monolingual

ἀμφορεαφόρος, ο (ΑΜ)
αυτός που φέρει, που βαστάζει αμφορείς με νερό, σταμνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο «εκ συναρπαγής» από την αιτ. ἀμφορέα (αιτ. του ἀμφορεὺς) + -φόρος < φέρω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφορεαφορῶ].

Russian (Dvoretsky)

ἀμφορεᾱφόρος: ὁ водонос Men.