ἀνεθίζομαι
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
A become used to a thing, D.L.2.96.
German (Pape)
[Seite 220] an etwas gewöhnt werden, Diog. L. 2, 96.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεθίζομαι: συνηθίζω εἴς τι, Διογ. Λ. 2. 96.
Spanish (DGE)
adquirir hábitos D.L.2.96.
Greek Monolingual
ἀνεθίζομαι (Α)
συνηθίζω σε κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεθίζομαι: привыкать, приучаться Diog. L.