ἀνευλαβής
From LSJ
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
English (LSJ)
ές, A irreverent, impious, Aq.Is.57.11.
German (Pape)
[Seite 227] ές, 1) unvorsichtig. – 2) nicht furchtsam, bes. die Götter nicht fürchtend, gottlos, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνευλαβής: -ές, ὁ μηδὲν φοβούμενος, ἄφοβος, Ἀκύλ. 2) ὁ μὴ εὐλαβὴς πρὸς τὰ θεῖα, Γρηγ. ― Ἐπίρρ. -βῶς Εὐσέβ.
Spanish (DGE)
-ές impío Aq.Is.57.11.
Greek Monolingual
και ανεύλαβος, -η, -ο (AM ἀνευλαβής, -ές)
αυτός που δεν δείχνει ευλάβεια στα θεία, ασεβής.