ἀντισκοτέω
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
A obstruct, τῷ δικαίῳ S.E.M.2.78.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντισκοτέω: ἐπιχέω σκότος, ἐμβάλλω προσκόμματα, τῷ δικαίῳ Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 2. 78. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ., ἀντισκότησις, ἡ, πρόσκομμα, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
fig. obstruir τῷ δικαίῳ S.E.M.2.78.
Russian (Dvoretsky)
ἀντισκοτέω: покрывать мраком, затемнять (τινι Sext.).