ἀπαράπειστος

From LSJ
Revision as of 14:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράπειστος Medium diacritics: ἀπαράπειστος Low diacritics: απαράπειστος Capitals: ΑΠΑΡΑΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: aparápeistos Transliteration B: aparapeistos Transliteration C: aparapeistos Beta Code: a)para/peistos

English (LSJ)

ον,    A not to be seduced, D.H.8.61.

German (Pape)

[Seite 279] nicht durch Zureden abzubringen, unbestechlich, D. Hal. 8, 61.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράπειστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραπείσῃ, Διον. Ἁλ. 8. 61.

Spanish (DGE)

-ον
1 inexorable περὶ τὰ δίκαια D.H.8.61.
2 indócil, desobediente Hsch.s.u. ἄπιστος.

Greek Monolingual

ἀπαράπειστος, -ον (Α)
αυτός που είναι δυνατόν να παραπειστεί η να παρασυρθεί.