ἀπερυγγάνω

From LSJ
Revision as of 14:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερυγγάνω Medium diacritics: ἀπερυγγάνω Low diacritics: απερυγγάνω Capitals: ΑΠΕΡΥΓΓΑΝΩ
Transliteration A: aperyngánō Transliteration B: aperynganō Transliteration C: aperyggano Beta Code: a)perugga/nw

English (LSJ)

aor. ἀπήρῠγον,    A belch forth, disgorge, τὴν κραιπάλην Alciphr.3.32, cf. Nic.Th.253: metaph., vent, D.L.5.77, Ph.1.639.    II abs., eructate, Arist.Pr.962a8.

German (Pape)

[Seite 288] ausspeien, Alciphr. 3, 32 κραιπάλην; vgl. D. Sic. 5, 77.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερυγγάνω: ἀόρ. ἀπήρῠγον, ἐξερεύγομαι, ἐξεμῶ, τὴν κραιπάλην Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 517· οὕτω Νικ. Θ. 253, Διόγ. Λ. 5. 77, Φίλων 1. 639· ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλω χύνομαι, Νικήτ. Ἀκομ. Ἅλωσ. Πόλεως σ. 410C. II. ἀπολ., ἐρεύγομαι, Ἀριστ. Πρβλ. 33. 5.

Spanish (DGE)

1 vomitar, devolver τὴν κραιπάλην Alciphr.2.30, χολόεντας ἀ. νηδύος ὄγκους Nic.Th.253.
2 eructar Hp.Morb.2.69, Arist.Pr.962a8.
3 fig. desahogar, volcar τὸν ἰὸν ... εἰς τὸν χαλκόν D.L.5.77, τὸ σῶμα ... τὸν πολὺν οἶστρον ἀπερυγόντα λωφήσῃ Ph.1.639.

Greek Monolingual

ἀπερυγγάνω (Α) ερυγγάνω
1. ξερνώ, βγάζω
2. ρεύομαι
3. (για ποταμό) εκβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερυγγάνω: (aor. 2 ἀπήρυγον) извергать с рвотой, изрыгать Men., Diog. L.