ἀποκωλυτέον
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
A one must forbid, Sor.2.42.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκωλυτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποκωλύω, δεῖ ἀποκωλύειν, Σωρανὸς περὶ Γυναικ. Παθ. σ. 240Β.
Spanish (DGE)
hay que impedir τὴν παράληψιν Sor.121.29.