ἀποστενοχωρέω
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
A straiten, cramp, Ath.Mech.40.1, Gal.19.408.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστενοχωρέω: καταστενοχωρῶ, περιορίζω, Ἀθήν. Μηχαν. σ. 11.
Spanish (DGE)
estrechar, apretar ὥσπερ τῆς ψυχῆς ἡμῶν ἀποστενοχωρούντων τὴν προθυμίαν τῶν μαθημάτων Ath.Mech.40.1
•ἀρτηρίας ... ὥσπερ ἀποστενοχωρουμένης Gal.19.408
•en v. pas. verse constreñido, acorralado Μωσέα ἀποστενοχωρηθέντα παρὰ τὸ χεῖλος τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης Nil.M.79.441B.