ἀπόπλανος
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
ὁ, A fallacy, Cratin.Jun.7. 2 impostor, Hsch.
German (Pape)
[Seite 319] = πλάνος, ὁ, Cratin. iun. bei D. L. 8, 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπλᾰνος: -ον, ὁ μακρὰν πλανώμενος, Παῦλ. Σιλεντ. Ἄμβων. 197. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., σόφισμα, ταράττειν… τοῖς ἀντιθέτοις, τοῖς πέρασι, τοῖς παρισώμασιν, τοῖς ἀποπλάνοις Κρατῖν. Νεώτ. ἐν «Ταραντίνοις» 1.
Spanish (DGE)
(ἀπόπλᾰνος) -ου, ὁ 1 ret. digresión τοῖς ἀντιθέτοις ... τοῖς ἀποπλάνοις Cratin.Iun.7.
2 engañador, impostor Hsch.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόπλᾰνος: ὁ обманчивое умозаключение Diog. L.