ἀσφαλτόπισσα

From LSJ
Revision as of 15:52, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφαλτόπισσα Medium diacritics: ἀσφαλτόπισσα Low diacritics: ασφαλτόπισσα Capitals: ΑΣΦΑΛΤΟΠΙΣΣΑ
Transliteration A: asphaltópissa Transliteration B: asphaltopissa Transliteration C: asfaltopissa Beta Code: a)sfalto/pissa

English (LSJ)

ἡ,    A = πισσάσφαλτος, LXX Ex.2.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφαλτόπισσα: ἡ, = πισσάσφαλτος, Ἑβδ. (Ἔξ. β΄, 3).

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
mezcla de asfalto y pez κατέχρισεν αὐτὴν (Θῖβιν) ἀσφαλτοπίσσῃ LXX Ex.2.3.

Greek Monolingual

η (Α ἀσφαλτόπισσα)
ονομασία της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος του πετρελαίου.