ἁλιβαφής
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
ές, A = ἁλίβαπτος, πολύδονα σώμαθ' ἁλιβαφῆ restored in A.Pers.275 (lyr.) for ἁλίδονα σώματα πολυβαφῆ.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιβᾰφής: -ές, = ἁλίβαπτος, πολύδονα σώμαθ᾿ ἁλιβαφῆ, ἐκ διορθώσεως ἐν Αἰσχύλ. Πέρς. 275 (λυρ.), ἀντὶ ἁλίδονα σώμ. πολυβαφῆ.
Spanish (DGE)
(ἁλῐβᾰφής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
bañado por el mar σώματα A.Pers.275 (var., cf. πολυβαφής).
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
ἁλιβᾰφής: погрузившийся в море (σώματα Aesch. - v. l. к πολυβαφής).