ἐκχυλίζω

Revision as of 17:41, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A squeeze out, express juice or liquor, Hp.Mul.1.44; suck out, Arist.HA596b12.

German (Pape)

[Seite 787] den Saft ausdrücken, aussaugen; Hippocr.; Arist. H. A. 8, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχῡλίζω: ἐκθλίβω τὸν χυλόν, Ἱππ. 608, 25· ἐκμυζῶ, τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 11, 4.

Spanish (DGE)

extraer el jugo τρίψας πάντα, δι' ὀθονίου ἐκχυλίσας Hp.Mul.1.44, τῶν δ' ἐντόμων ... τὰ δὲ ... τοῖς ὑγροῖς τρέφεται, πάντοθεν ἐκχυλίζοντα ταύτῃ (τῇ γλώττῃ) Arist.HA 596b12, cf. 623a16, Dieuch.15.34, 43, 82, 85.

Greek Monolingual

(AM ἐκχυλίζω)
μεταβάλλω σε χυλό, εξάγω χυλό από φυτό ή καρπό με έκθλιψη, απόσταξη ή αφέψηση
αρχ.
εκμυζώ, απομυζώ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκχῡλίζω: высасывать или вылизывать сок (τῇ γλῶττῃ Arst.).