ἐντεροπώλης

From LSJ
Revision as of 18:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντεροπώλης Medium diacritics: ἐντεροπώλης Low diacritics: εντεροπώλης Capitals: ΕΝΤΕΡΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: enteropṓlēs Transliteration B: enteropōlēs Transliteration C: enteropolis Beta Code: e)nteropw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,    A tripe-seller, AB379.

German (Pape)

[Seite 855] ὁ, der mit Eingeweiden, mit Wurst handelt, VLL. Erkl. von ἀλλαντοπ.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἔντερα ἢ ἐν γένει ἐντόσθια, ἐν τοῖς Α. Β. 379, 10, τὸ ἀλλαντοπώλης ἑρμηνεύεται ἐντεροπώλης· ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἐντεροπράτης ᾰ, ου, ὁ, «ἀλλᾶς εἶδος ἐντέρου κατεσκευασμένου, καὶ ἀλλαντοπώλης ὁ ἐντεροπράτης» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 155.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ vendedor de tripas, tripicallero, AB 379.