ἐξαλίπτης
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
A f.l. for ἐξαλείπτης (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰλίπτης: πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ ἐξαλείπτης, ἴδε τὴν λέξιν.