ἐνθρύβω
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
A = ἐνθρύπτω, Harp. s.v. ἔνθρυπτα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθρύβω: ἐνθρύπτω, τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἔνθρυπτα.
Spanish (DGE)
desmenuzar en v. pas. τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα Harp.s.u. ἔνθρυπτα.