ἐπάρμενος
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
A v. ἐπαραρίσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάρμενος: ἴδε τὸ ῥῆμα ἐπαραρίσκω.
French (Bailly abrégé)
v. *ἐπαραρίσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάρμενος: sync. part. aor. med. к *ἐπαραρίσκω.