ἐπίρρωσις
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
εως, ἡ, A strengthening, Ael.NA6.1; ῥώμης Lib.Decl.48.60. II. Rhet., intensification, Longin.11.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίρρωσις: -εως, ἡ, ἐνίσχυσις, Αἰλ. π. Ζ. 6. 1, Λογγῖν. 11. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 64.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de fortifier, d’affermir, d’encourager.
Étymologie: ἐπιρρώννυμι.