ἐπέπιθμεν
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
A v. πείθω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέπιθμεν: Ἐπικ. συγκεκομμένον ἀντὶ τοῦ ἐπεποίθαμεν, ἐπεποίθει, ἴδε πείθω.
English (Autenrieth)
see πείθω.
Greek Monotonic
ἐπέπιθμεν: Επικ. αντί ἐπεποίθαμεν, πληθ. παρακ. του πείθω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπέπιθμεν: эп. 1 л. pl. ppf. к ἐπιπείθω (см. ἐπιπείθομαι).