ἐπιπρόσθεσις
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
εως, ἡ, A occultation, Aristarch.Sam.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπρόσθεσις: ἐπιπροσθέτησις, ἴδε ἐπιπρόσθησις.
Greek Monolingual
ἐπιπρόσθεσις, ἡ (Α)
τοποθέτηση μπροστά από κάτι, απόκρυψη κάποιου πράγματος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπρόσθεσις: Arst., Plut. и ἐπιπροσθέτησις, εως ἡ Epicur. ap. Diog. L. = ἐπιπρόσθησις.