ἐρειψιπύλας

From LSJ
Revision as of 21:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρειψῐπύλας Medium diacritics: ἐρειψιπύλας Low diacritics: ερειψιπύλας Capitals: ΕΡΕΙΨΙΠΥΛΑΣ
Transliteration A: ereipsipýlas Transliteration B: ereipsipylas Transliteration C: ereipsipylas Beta Code: e)reiyipu/las

English (LSJ)

[ῠ], α, ὁ,    A overthrowing gates, B.5.56.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρειψιπύλας: ὁ, ὁ καταρρίπτων, κατακρημνίζων πύλας, ἐρειψιπύλαν παῖδα... Διὸς ἀργικεραύνου, πιθ. ἀναφ. εἰς τὴν ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους πολιορκίαν καὶ ἅλωσιν τῆς Τροίας, Βακχυλ. V. 56, πρβλ. ἐρειψίτοιχος.

Greek Monolingual

ἐρειψιπύλας, ὁ (Α)
αυτός που καταρρίπτει, που κατακρημνίζει τις πύλες («ἐρειψιπύλαν παῑδα... Διὸς ἀργικεραύνου», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρειψις «γκρέμισμα» (< ερείπω) + πύλας (αιτ. πληθ. του πύλη)].