ἑτερόχροος

From LSJ
Revision as of 22:28, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόχροος Medium diacritics: ἑτερόχροος Low diacritics: ετερόχροος Capitals: ΕΤΕΡΟΧΡΟΟΣ
Transliteration A: heteróchroos Transliteration B: heterochroos Transliteration C: eterochroos Beta Code: e(tero/xroos

English (LSJ)

ον, contr. ἑτερό-χρους, ουν,    A of different colour, Thphr.CP 5.3.2; of varied colours, χορὸς ὀρνίθων Nonn.D.5.186: heterocl. dat. and acc. ἑτερόχροϊ, -χροα, ib.12.305, 5.58.    II piebald, βοῦς Porph. Abst.4.7.

German (Pape)

[Seite 1051] zsgzgn -χρους, von anderer Farbe, verschiedenfarbig, Theophr. u. Sp.; ἑτερόχροα φάσματα Nonn. D. 10, 24, der im dat. u. accus. auch ἑτερόχροϊ u. ἑτερόχροα hat.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -ουν, ἕτερον χρῶμα ἔχων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 3, 2, Πολυδ. Θ΄, 98. 2) ποικιλόχρους, Νόνν. Δ. 5. 186, ὅστις μεταχειρίζεται ἑτερόκλ. δοτ. καὶ αἰτ. ἑτερόχροϊ, -χροα.