ἑξαδικός

From LSJ
Revision as of 22:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξᾰδικός Medium diacritics: ἑξαδικός Low diacritics: εξαδικός Capitals: ΕΞΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: hexadikós Transliteration B: hexadikos Transliteration C: eksadikos Beta Code: e(cadiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἑξάς)    A consisting of six or sixes, εἰδοποίησις Theol.Ar.34.    2 sixfold, Dam.Pr.264.

German (Pape)

[Seite 862] die Zahl sechs betreffend, Theolog. ar.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξαδικός: -όν, (ἑξάς), συνιστάμενος ἐξ ἓξ ἢ ἐξ ἑξάδων, Θεολ. Ἀριθμ. 34. 41.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
mat. [[cuya esencia es la ἑξάς o héxada]], séxtuple ἡ τοῦ δημιουργήσαντος θεοῦ ἀρετὴ ἑ. ... ἐνομίσθη Anatolius en Theol.Ar.38, cf. 34, Dam.in Prm.264.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἑξαδικός, -ή, -όν) εξάς
νεοελλ.
αυτός που έχει ως βάση την εξάδα («εξαδικό σύστημα μετρήσεως»)
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται στον αριθμό έξι, αποτελείται από έξι μονάδες ή εξάδες
2. εξαπλάσιος.