ἠλιβάτας

From LSJ
Revision as of 23:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλῐβάτᾱς Medium diacritics: ἠλιβάτας Low diacritics: ηλιβάτας Capitals: ΗΛΙΒΑΤΑΣ
Transliteration A: ēlibátas Transliteration B: ēlibatas Transliteration C: ilivatas Beta Code: h)liba/tas

English (LSJ)

[βᾰ], ὁ,    A haunting the heights, τράγος Antiph.133.3, cf. Anaxil.12 (-βάτους codd.):—hence ἡλῐ-βᾰτέω, haunt the heights, Sch. Il.15.273.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλιβάτας: -ου, ὁ, ἀναβαίνω εἰς ὑψηλὰ μέρη, τράγος Ἀντιφ. Κυκλ. 2. 3, πρβλ. Ἀναξίλ. Κιρκ. 1 (ἔνθα ἀντὶ δέλφακας ἠλιβάτους, πιθανῶς διορθωτέον -βάτας).

Greek Monolingual

ἠλιβάτας, ὁ (Α)
αυτός που συχνάζει στα ύψη ή ανεβαίνει ψηλά («ἡλιβάτας τράγος», Αντιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηλίβατος].