ἡμικοτύλιον
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
English (LSJ)
[ῠ], τό, A half-κοτύλη, Hp.Nat.Mul.47, 107, Arist.HA573a7, Dieuch. ap.Orib.4.7.37, etc., dub. in IG12.842A2.
German (Pape)
[Seite 1168] τό, gew. Form für ἡμικοτύλη, Arist. H. A. 6, 18; B. A. 263.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμικοτύλιον: τὸ, = ἡμικοτύλη, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 18, 21.
Greek Monolingual
ἡμικοτύλιον, τὸ (Α)
μέτρο χωρητικότητας υγρών, μισή κοτύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κοτύλ-ιον (< θ. κοτύλ- του κοτύλη + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδ-ίον)].
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐκοτύλιον: (ῠ) τό полкотилы (= 0.137 л) Arst.