ἱκετευτικός

From LSJ
Revision as of 23:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκετευτικός Medium diacritics: ἱκετευτικός Low diacritics: ικετευτικός Capitals: ΙΚΕΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hiketeutikós Transliteration B: hiketeutikos Transliteration C: iketeftikos Beta Code: i(keteutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A supplicatory, Sch.S.OT 143; = precarius, Gloss. Adv. -κῶς Hsch. s.v. ἀντήδης.

German (Pape)

[Seite 1247] den Schutzflehenden betreffend, flehend; Schol. Soph. O. R. 143; Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκετευτικός: -ή, -όν, παρακλητικός, Σχόλ. εἰς Σοφ. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντήδην.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἱκετευτικός, -ή, -όν) ικετεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ικεσία, παρακλητικός.
επίρρ...
ικετευτικώς και -ά (Α ἱκετευτικῶς)
με ικετευτικό τρόπο.