ἱππόφαιστον
From LSJ
English (LSJ)
τό, a plant, A Centaurea spinosa, Dsc.4.160, Plin.HN 27.92, Ruf. ap. Orib.7.26.37.
Greek Monolingual
ἱππόφαιοτον, τὸ (Α)
το φυτό κενταύριον το ακανθώδες ή, κατ' άλλη άποψη, το φυτό κίρσιον το αστρωτόν.
Full diacritics: ἱππόφαιστον | Medium diacritics: ἱππόφαιστον | Low diacritics: ιππόφαιστον | Capitals: ΙΠΠΟΦΑΙΣΤΟΝ |
Transliteration A: hippóphaiston | Transliteration B: hippophaiston | Transliteration C: ippofaiston | Beta Code: i(ppo/faiston |
τό, a plant, A Centaurea spinosa, Dsc.4.160, Plin.HN 27.92, Ruf. ap. Orib.7.26.37.
ἱππόφαιοτον, τὸ (Α)
το φυτό κενταύριον το ακανθώδες ή, κατ' άλλη άποψη, το φυτό κίρσιον το αστρωτόν.