ὀνοκρόταλος
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ὁ, A pelican, Plin.HN10.131, Mart.11.21.10.
German (Pape)
[Seite 348] ὁ, ein gallischer Vogel, Wasserrabe, Plin. H. N. 10, 74.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοκρότᾰλος: ὁ, ὁ πελεκάν, Πλίν. 10. 66, Μαρτ. 11. 21.
Greek Monolingual
ὀνοκρόταλος, ὁ (Α)
ο πελεκάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κρόταλον (< κροτώ)].